- θρασυμάχανος
- θρᾰςῠμᾱχᾰνος1 bold in resource (cf. Wil., Isyllos, 166̆{18})
θρασυμάχανος Ἡρακλέης O. 6.67
θρασυμαχάνων τε λεόντων (Hermann: θρασυμαχᾶν codd.) N. 4.62
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
θρασυμάχανος Ἡρακλέης O. 6.67
θρασυμαχάνων τε λεόντων (Hermann: θρασυμαχᾶν codd.) N. 4.62Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
θρασυμάχανος — θρασυμά̱χανος , θρασυμήχανος bold in contriving masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυμήχανος — και δωρ. τύπος θρασυμάχανος, ον (Α) αυτός που επινοεί τολμηρά σχέδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + μήχανος (< μηχανή), πρβλ. α μήχανος, πολυ μήχανος] … Dictionary of Greek